- ωδικός
- -ή, -ό1. ο ικανός στο να τραγουδά: Τα πουλιά αυτά λέγονται ωδικά.2. για το θηλ. ως ουσ., ωδική βλ. λ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ᾠδικός — musical masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωδικός — ή, ό / ᾠδικός, ή, όν, ΝΜΑ [ᾠδή] ο επιδέξιος, ο ικανός στο να τραγουδά νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η ωδική α) η τέχνη τού τραγουδιού β) το μάθημα τής φωνητικής μουσικής 2. φρ. «ωδικά πτηνά» πτηνά που έχουν μελωδική φωνή αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ… … Dictionary of Greek
ᾠδικά — ᾠδικός musical neut nom/voc/acc pl ᾠδικά̱ , ᾠδικός musical fem nom/voc/acc dual ᾠδικά̱ , ᾠδικός musical fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾠδικώτερον — ᾠδικός musical adverbial comp ᾠδικός musical masc acc comp sg ᾠδικός musical neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾠδικωτάτων — ᾠδικός musical fem gen superl pl ᾠδικός musical masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾠδικῶν — ᾠδικός musical fem gen pl ᾠδικός musical masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾠδικόν — ᾠδικός musical masc acc sg ᾠδικός musical neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾠδικώτατα — ᾠδικός musical adverbial superl ᾠδικός musical neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾠδικώτατον — ᾠδικός musical masc acc superl sg ᾠδικός musical neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠιδικοί — ᾠδικός musical masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)